- σενδούκη
- σενδούκη, ἡ, [var] Dim. [full] σενδούκιον, τό,= κιβώτιον or σκευάριον, Sch. Ar.Pl.711, 809.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σενδούκη — ἡ, Α κιβώτιο ή μικρό σκεύος … Dictionary of Greek
σενδούκην — σενδούκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σενδούκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού σενδούκη … Dictionary of Greek